προεκτίθημι

προεκτίθημι
Α [ἐκτίθημι]
1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι
2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.)
3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση
4. μέσ. προεκτίθεμαι
προπαρασκευάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προέκθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [προεκτίθημι] 1. προεισαγωγική ερμηνεία, προοίμιο, πρόλογος («περὶ τὴν ἀρχὴν καὶ προέκθεσιν τῆς πραγματείας», Πολ.) 2. εισαγωγική έκθεση, εισαγωγική παρουσίαση («τὴν προέκθεσιν τοῡ χαρακτῆρος», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”