- προεκτίθημι
- Α [ἐκτίθημι]1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.)3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση4. μέσ. προεκτίθεμαιπροπαρασκευάζω.
Dictionary of Greek. 2013.